- χιαστί
- επίρρ. крестообразно; крест-накрест
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιαστί — like the Chians indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιαστί — (I) ΝΜΑ επίρρ. σε σχήμα Χ, σταυροειδώς (| νεοελλ. φρ. «χιαστί επικοινωνία» (στον πνευματισμό) είδος νοερής επικοινωνίας μεταξύ ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιαστός (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ἀτιμωρητ ί)]. (II) Α επίρρ. κατά τον τρόπο τών Χίων, όπως… … Dictionary of Greek
χιαστί — επίρρ. τροπ., σε σχήμα Χ: Βάλτε τις σανίδες χιαστί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασταύρωτος — η, ο (Μ ἀσταύρωτος, ον) αυτός που δεν έχει σταυρωθεί ή δεν έχει καρφωθεί επάνω σε σταυρό νεοελλ. 1. εκείνος που δεν σχηματίζει σταυρό, που δεν έχει τοποθετηθεί σταυροειδώς ή χιαστί («ασταύρωτη αντένα») 2. όποιος δεν πιστεύει στον Σταυρό, ο… … Dictionary of Greek
αχίαστος — ἀχίαστος, ον (Α) φρ. «ἀχίαστος περίοδος» περίοδος της οποίας οι προτάσεις δεν έχουν τοποθετηθεί χιαστί … Dictionary of Greek
γκιοστέκι — και γκιουστέκι και κιοστέκι, το 1. δεσμός 2. υποστήριγμα 3. πληθ. δύο στύλοι που υποστηρίζουν το ποδόστημα τού πλοίου που βρίσκεται πάνω στη ναυπηγική σχάρα 4. δύο αντίτονοι ολκοί τής μεγαλύτερης κεραίας τού πλοίου 5. κόσμημα τών βόρειων Ελλήνων… … Dictionary of Greek
διχαλώνω — [διχάλα] 1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί 2. κάνω κάτι διχαλωτό 3. γίνομαι διχαλωτός … Dictionary of Greek
κεχιασμένως — (Α) επίρρ. σε σχήμα Χ, σταυροειδώς, χιαστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχιασμένος < μτχ. τού παρακμ. κεχίασμαι < χιάζω «σφραγίζω σε σχήμα Χ»] … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek
σταυροβελονιά — η, Ν είδος βελονιάς στο κέντημα, κατά την οποία τα δύο περάσματα τού νήματος διασταυρώνονται χιαστί … Dictionary of Greek